- παρακώνος
- οζωολ.1. το πρόσθιο φύμα ενός πρωτόγονου τριφυματικού άνω γομφίου2. το κύριο πρόσθιο έξω φύμα, δηλ. το παρειακό, τού άνω γομφίου στα ανώτερα θηλαστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracone < παρ(α)-* + κώνος].
Dictionary of Greek. 2013.